- γαλαζοπράσινος
- -η, -οαυτός που έχει χρώμα ανάμεσα στο γαλάζιο και το πράσινο: Με κοίταξε με τα γαλαζοπράσινα μάτια της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βένετος — η, ο (AM βένετος, ον) γαλάζιος ή γαλαζοπράσινος μσν. το αρσ. ως ουσ. oἱ Βένετοι οι Γαλάζιοι, μερίδα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού Ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < λατ. venetus, που χαρακτήριζε μια μερίδα του Ρωμαϊκού και αργότερα του… … Dictionary of Greek
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
σαξ — ο, η, το, Ν 1. γαλαζοπράσινος 2. το ουδ. ως ουσ. το σαξ το γαλαζοπράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saxe «είδος πορσελάνης με το συγκεκριμένο χρώμα»] … Dictionary of Greek
τουρκουάζ — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. πολύτιμος λίθος αδιαφανής, περουζές, γαλαζόπετρα. 2. χρωματισμός γαλάζιος ως γαλαζοπράσινος. 3. ύφασμα μεταξομπαμπακερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)